ψυχοπότης

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχοπότης Medium diacritics: ψυχοπότης Low diacritics: ψυχοπότης Capitals: ΨΥΧΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: psychopótēs Transliteration B: psychopotēs Transliteration C: psychopotis Beta Code: yuxopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A drinking the life, i. e. the blood, Hsch. s.v. εἰαροπότης.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ αἷμα, Ἡσύχ. ἐν λ. εἰαροπότης, ἣν ἑρμηνεύει: «αἱμοπότης, ψυχοπότης».

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γλυκυ-πότης.