ἀγρεμών
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
όνος, ὁ,
A hunter, EM13.56; also glossed by κάμαξ, λαμπάς, δόρν, Hsch.: = ἐπιμήνιος, A.Fr.141.
German (Pape)
[Seite 22] όνος, ὁ, Jäger, Aesch. Myrmid. 125; Artemid. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρεμών: -όνος, ὁ, θηρευτής, κυνηγός, Ἀρτεμ. 2, 17, Ἐτυμ. Μ. 13: - καὶ ἀγρέμων, κάμαξ ἢ λαμπὰς ἢ δόρυ, ἴδε Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-όνος, ὁ
1 sacerdote que recibe ciertas ofrendas mensuales dud., A.Fr.141.
2 cazador Hsch., EM α 189.
3 ἀγρεμόν<α>· τὸν κάμακα ... ἢ λαμπάδα, ἢ δόρυ Hsch., pero v. ἄγρεμος. • DMic.: a-ke-re-mo.