ἐσχάρινθον
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
τό, a dance at Sparta, Poll.4.104.
Greek Monolingual
ἐσχάρινθον, τὸ (Α)
σπαρτιατικός χορός, πιθ. από το όνομα του αυλητή που τον επινόησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].