πολυσήμαντος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσήμαντος Medium diacritics: πολυσήμαντος Low diacritics: πολυσήμαντος Capitals: ΠΟΛΥΣΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: polysḗmantos Transliteration B: polysēmantos Transliteration C: polysimantos Beta Code: polush/mantos

English (LSJ)

ον,

   A with many significations, Heliod. in EN86.8; προσηγορία Lyd.Mag.2.2; περὶ π. λέξεων, title of work by Orus, Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.336.

German (Pape)

[Seite 673] Vieles bezeichnend, viel bedeutend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς σημασίας, Ἰω. Χρυσ. τ. 12, σ. 27, τ. 3, σ. 227, Εὐστ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη»)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος
αρχ.
φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» — τίτλος έργου του Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. μονο-σήμαντος].