φιλοχωρέω
English (LSJ)
A to be fond of a place or country, haunt it, Hdt.8.111; ἐκεῖσε φ. Ar.Fr.149.5: c. dat., φ. τόποις Plb.4.46.1; ὄρεσιν D.H.1.13; τῷ λόφῳ Id.1.34, cf. 3.9, 5.63; τοῖς ἀλλοτρίοις Id.8.47 (but ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις ib.35 codd.); φ. περὶ ταφάς Plu.2.612a: metaph., φ. ἐπὶ τῇ παρανόμῳ δυναστεία, ἐπὶ [τῇ φιλοσοφίᾳ], D.H.11.11, Iamb. Protr.6; περὶ τοὺς ἐθισμούς Plu.2.714b: c. inf., φιλοχωροῖμεν ἂν μένειν D.H.6.79 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 1288] gern an einem Orte sein, sich gern an einem Orte aufhalten; τοῖς τόποις Pol. 4, 46, 1; ὄρεσι, λόφῳ, D. Hal. 1, 13. 34; ἔν τινι, 8, 35; u. Sp.; übertr. von Beschäftigungen, neben ἐπιμένειν Plut. Timol. praef.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοχωρέω: ἀγαπῶ τόπον τινὰ ἢ χώραν, μένω διαρκῶς ἔν τινι τόπῳ, συχνάζω, Ἡρόδ. 8. 111· ἐκεῖσε φ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198· μετὰ δοτ., φ. τόποις Πολύβ. 4. 46, 1· ὄρεσιν Διονύσ. Ἁλ. 1. 13· τοῖς ἀλλοτρίοις ὁ αὐτ. 8. 47· ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις αὐτόθι 35· φ. περὶ τὰς ταφὰς Πλούτ. 2. 612Α· καὶ μεταφ., φιλ. ἐπὶ τῇ φιλοσοφίᾳ Ἰαμβλ. Προτρ. 112, πρβλ. Διονύσ. Ἁλ. 11. 11· περὶ τοὺς ἐθισμοὺς Πλούτ. 2. 714Α· ἔτι καὶ μετ’ ἀπαρ., φιλοχωροῖμεν ἂν μένειν Διονύσ. Ἁλ. 6. 79.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aimer le séjour d’un lieu, se plaire dans un lieu, τινι ; fig. τινι, περί τι se confiner dans une étude ou une recherche, s’adonner à une occupation.
Étymologie: φιλόχωρος.