πεμφιγώδης

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμφῑγώδης Medium diacritics: πεμφιγώδης Low diacritics: πεμφιγώδης Capitals: ΠΕΜΦΙΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pemphigṓdēs Transliteration B: pemphigōdēs Transliteration C: pemfigodis Beta Code: pemfigw/dhs

English (LSJ)

ες, (πέμφιξ)

   A accompanied by vesicular eruption, Hp. Epid.6.1.14, cf. Gal. adloc. (17(1).878), Id.19.399; πεμφιδ-, Hsch.

German (Pape)

[Seite 554] ες, blasig, voll Blasen, von blasenähnlichem Ansehen, Hippocr. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πεμφῑγώδης: -ες, (εἶδος) ἀμφίβ. ἐπίθ. τοῦ πυρετός, φλυκταινώδης ἢ σχηματίζων οἰδήματα, Ἱππ. 1165F· ἴδε Foës Oec.

Greek Monolingual

και (κατά τον Ησύχ.) πεμφιδώδης, -ῶδες, Α πέμφιξ, -ιγος]
(κυρίως για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από έκχυση πομφολύγων.