συστρατεύω

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρᾰτεύω Medium diacritics: συστρατεύω Low diacritics: συστρατεύω Capitals: ΣΥΣΤΡΑΤΕΥΩ
Transliteration A: systrateúō Transliteration B: systrateuō Transliteration C: systrateyo Beta Code: sustrateu/w

English (LSJ)

more freq. in Med. συστρᾰτ-εύομαι:—

   A join or share in an expedition, abs., Hdt.5.44, 6.9, 9.11, Th.1.99, 2.56, X.HG3.5.16 (Act.), etc.; τινι with another, Hdt.7.11, 9.106, Th.2.12, X.HG3.5.5 (Act.), etc.; μετά τινων Th.2.29,80, etc.; σὺν βασιλεῖ X.HG2.4.36 (Med.).--Hdt. always uses it in Med., as also Pl. (R. 468b,471d); Th. prefers Act., but also uses Med., cf. 1.99, 2.12, al., with 2.56,80, al.; X. has both, but more freq. Med., as also Lys. 20.29, etc.

German (Pape)

[Seite 1045] auch συστρατεύομαι, mit, zugleich, zusammen einen Feldzug machen, Kriegsdienste thun, τινί; Her., nur im med., 5, 44. 6, 9; εἰ καὶ τὸ θῆλυ συστρατεύοιτο, Plat. Rep. V, 471 d; τὰ συστρατευόμενα μειράκια, 468 b; Thuc. 2, 12; oft bei Xen., wie An. 7, 3, 10; Dem. u. Folgde; Pol. 5, 50, 4 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

συστρᾰτεύω: μέλλ. -εύσω, συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ -εύομαι, μέλλ. -εύσομαι· ― ἀπὸ κοινοῦ ἐκστρατεύω, λαμβάνω μέρος εἰς τὴν ἐκστρατείαν, ἀπολ., Ἡρόδ. 5. 44., 6. 9., 9. 11, Θουκ. 1. 99, 2. 56, Ξεν., κλπ.· τινί, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 11., 9. 106, Θουκ. 2. 12, Ξεν., κλπ.· μετά τινος Θουκ. 2, 29, 80, κλπ.· σύν τινι Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 36. ― Ὁ Ἡρόδ. ἔχει ἀεὶ τὸν μέσον τύπον, ὡς καὶ ὁ Πλάτ. (Πολ. 468Β, 471D)· ὁ Θουκ. προτιμᾷ τὸν ἐνεργ., ἀλλὰ ποεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ μέσου, πρβλ. 1. 99., 2. 12, κ. ἀλλ. πρὸς 2. 56, 80, κ. ἀλλ.· ὁ Ξεν. ἔχει ἀμφότερα, ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ μέσον, ὡς καὶ ὁ Λυσίας 160. 22, κλπ. ― Ἴδε Χ. Χαρινωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 154, 155.

French (Bailly abrégé)

faire campagne avec, τινι.
Étymologie: σύν, στρατεύω.