ἐττημένος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐττημένος Medium diacritics: ἐττημένος Low diacritics: εττημένος Capitals: ΕΤΤΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: ettēménos Transliteration B: ettēmenos Transliteration C: ettimenos Beta Code: e)tthme/nos

English (LSJ)

η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. δια-ττάω),

   A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.

Greek Monolingual

ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].