ἰσχομένως
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
Adv., (ῐσχω)
A with checks or hindrances, Pl.Cra.415c.
German (Pape)
[Seite 1273] adv. zum part. praes. von ἴσχω, zurückgehalten, aufgehalten, καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχομένως: Ἐπίρρ.· (ἴσχω) μετὰ κωλυμάτων, ἐμποδίων, Πλάτ. Κρατ. 415C.
Greek Monolingual
ἰσχομένως (Α) επίρρ. με εμπόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχόμενος, μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. ἴσχω.