πυριρραγής
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ές,= πυρορραγής, Poll.7.164, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριρρᾰγής: -ές, = πυρορραγής, Φώτ., Σουΐδ., κλπ.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
βλ. πυρορραγής.