πολλαχῆ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
Adv.
A in many places, δεδήλωται Democr.10; opp. οὐδαμῇ, X.An.7.3.12. II in divers manners, A.Supp.468; πολλὰ π. S.OC1626; τῇ τε ἄλλῃ π. καὶ δὴ καὶ . . Hdt.6.21, cf. Th.8.87; π. καὶ ἄλλῃ Pl.Tht.179c, etc.; πολλάκις καὶ π. Id.R.538d; for many reasons, Hdt.1.42.
Greek (Liddell-Scott)
πολλᾰχῆ: Ἐπίρρ., πολλάκις, συχνάκις, Ἡρόδ. 1. 42., 6. 21. ἀντίθετ. τῷ οὐδαμῆ, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 12. ΙΙ. κατὰ πολλοὺς τρόπους, ποικίλως, πολυτρόπως, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 468· πολλὰ πολλαχῇ Σοφ. Ο. Κ. 1626· τῇ τε ἄλλῃ π., καὶ δὴ καί... Ἡρόδ. 6. 21· πρβλ. Θουκ. 8. 87· π. ἄλλῃ Πλάτ. Θεαίτ. 179C, κτλ.· πολλάκις καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 538D.
Middle Liddell
I. many times, often, Hdt., Xen.
II. in divers manners, Hdt., Soph., etc.