ἀρτοπώλιον

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοπώλιον Medium diacritics: ἀρτοπώλιον Low diacritics: αρτοπώλιον Capitals: ΑΡΤΟΠΩΛΙΟΝ
Transliteration A: artopṓlion Transliteration B: artopōlion Transliteration C: artopolion Beta Code: a)rtopw/lion

English (LSJ)

τό,

   A baker's shop, Ar.Ra.112, Fr.155: -εῖον, Suid.

German (Pape)

[Seite 363] τό, = ἀρτοπωλεῖον, Ar. Ran. 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοπώλιον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἀρτοπωλεῖον, τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· ἀρτοπώλιον δὲ ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «ἀρτοπώλιον, ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boulangerie.
Étymologie: ἀρτόπωλις.