βαθυκτήμων

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek (Liddell-Scott)

βαθυκτήμων: -ον, = βαθυκτέανος, Μανασσ. Χρον. 2606.

Greek Monolingual

βαθυκτήμων, -ον (Μ)
πολύ πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)].