παναπηρής

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰπηρής Medium diacritics: παναπηρής Low diacritics: παναπηρής Capitals: ΠΑΝΑΠΗΡΗΣ
Transliteration A: panapērḗs Transliteration B: panapērēs Transliteration C: panapiris Beta Code: panaphrh/s

English (LSJ)

ές,

   A all-unmutilated, κεφαλαί Call. Cer.126.

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz unverstümmelt, unversehrt, Callim. Cer. 126.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰπηρής: -ές, ὅλως ἄβλαπτος, ὁλόκληρος, μὴ πεπηρωμένος, ἀκέραιος, Καλλ. εἰς Δήμ. 125.

Greek Monolingual

παναπηρής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που δεν υπέστη κανέναν ακρωτηριασμό, καθ' όλα ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπηρής «αρτιμελής»].