ἀνθίζω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθίζω Medium diacritics: ἀνθίζω Low diacritics: ανθίζω Capitals: ΑΝΘΙΖΩ
Transliteration A: anthízō Transliteration B: anthizō Transliteration C: anthizo Beta Code: a)nqi/zw

English (LSJ)

   A strew or deck with flowers, E.Ion890; κεφαλὴν ῥόδοις Philostr.Im.1.15 (but σκευὴ ἠνθισμένη adorned, embroidered with flowers, ibid.): metaph., ἀ. τὴν λέξιν D.H.Isoc.13:—Med., gather, cull flowers, App.BC4.105.    2 colour, dye, stain, [πορφύρα] ἀ. τὴν χεῖρα Arist. HA547a18:—Pass., ἠνθισμένοι φαρμάκοισι Hdt.1.98; οὐ γάρ σε μὴ . . γνῶσ' . . ὧδ' ἠνθισμένον thus disguised or with silvered hair, S.El.43; κρέα πυρὸς ἀκμαῖς ἠνθισμένα meat browned at the fire, Epicr.6; οἶνος ἠνθισμένος wine flavoured with flowers, Gal.19.81.    3 ἀνθίζουσα, ἡ, a plaster, Id.13.856.

German (Pape)

[Seite 232] mit Blumen schmücken, Eur. Ion. 890; φαρμάκοις, färben, Her. 1, 98; καὶ βάπτειν τὴν χεῖρα Arist. H. A. 5, 15; übertr., οὐ μὴ γήρᾳ καὶ χρόνῳ μακρῷ γνῶσ' οὐδ' ὑποπτεύσουσιν ὧδ' ἠνθισμένον Soph. Et. 43. nach gew. Erkl., mit weißem Schmuck der Haare, wahrscheinlicher von dem geschmückten Aeußern zu verstehen, s. Herm.; λέξιν D. Hal. lud. Isocr. 13, den Stil ausschmücken. Im med., Blumen sammeln, App. – Bei Ath. XIV, 655 e sagt Epicrat. κρέα πυρὸς ἀκμαῖς ήνθισμένα durch Feuer gebräunt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθίζω: μελλ -ίσω, (ἄνθος) περικοσμῶ δι’ ἀνθέων, εὖτ’ εἰς κόλπους κρόκεα πέταλα φάρεσιν ἔδρεπον ἀνθίζειν χρυσανταυγῆ Εὐρ. Ἴων. 890· ὁ Paley θεωρεῖ ἐφθαρμένον τὸ χωρίον καὶ διορθοῖ ἀνθίζοντα χρυσαυγῆ· - κεφαλὴν ῥόδοις Φιλόστρ. 786: μεταφ., ποιῶ τι ἀνθηρόν, ἀνθ. τὴν λέξιν Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 14: - Μέσ., συλλέγω ἄνθη, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 105. 2) χρωματίζω, βάπτω, θλιβόμενος ἀνθ. τὴν χεῖρα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 8: - Παθ., ἠνθισμένοι φαρμάκοισι Ἡροδ. 1. 98· οὐ γάρ σε μή... γνῶσ’... ὧδ’ ἠνθισμένον, οὕτω πως λευκανθέντα τὰς τρίχας· κατ’ ἄλλους, μετημφιεσμένον, Σοφ. Ἠλ. 43, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· κρέα... πυρὸς ἀκμαῖς ἠνθισμένα, «κοκκινισμένα» εἰς τὸ πῦρ, Ἐπικράτ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1.5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1.6.

French (Bailly abrégé)

impf., fut. et pf. inus. ; ao. ἤνθισα, pf. Pass. ἤνθισμαι;
1 fleurir, orner de fleurs;
2 farder.
Étymologie: ἄνθος.