καύστρα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

German (Pape)

[Seite 1408] ἡ, Ort, wo man Leichen verbrennt, bustum, Strab. V, 236.

Greek (Liddell-Scott)

καύστρα: ἡ, τόπος ἔνθα πτώματα ἐκαίοντο, Λατ. ustrina, bustum, Στράβ. 236, Συλλ. Ἐπιγρ. 2942· καὶ τὸν κεραυνὸν ἐξηγεῖται ὁ Ἡσύχ. διὰ τοῦ καύστρα.

Greek Monolingual

καύστρα, ἡ (ΑΜ) καίω
μσν.
αυτή που καίει
αρχ.
τόπος όπου καίγονταν τα πτώματα («ἐν μέσῳ δὲ τῷ πεδίῳ ὁ τῆς καύστρας αὐτοῡ περίβολος», Στράβ.).