περιαγωγεύς
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
έως, ὁ,
A windlass, Luc.Nav.5.
German (Pape)
[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.