σιδηροβρώς
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω)
A iron-eating, θηγάνη S.Aj.820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.
German (Pape)
[Seite 879] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, θηγάνη, Soph. Ai. 807.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) ὁ τρώγων τὸν σίδηρον, θηγάνη Σοφ. Αἴ. 820· ἔνθα ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.
French (Bailly abrégé)
ῶτος (ὁ, ἡ)
qui mange ou ronge le fer.
Étymologie: σίδηρος, βιβρώσκω.