Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυέξοδος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέξοδος Medium diacritics: πολυέξοδος Low diacritics: πολυέξοδος Capitals: ΠΟΛΥΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: polyéxodos Transliteration B: polyexodos Transliteration C: polyeksodos Beta Code: polue/codos

English (LSJ)

ον,

   A with many outgoings, lavish, Procl.Par.Ptol.96.

German (Pape)

[Seite 662] viel ausgehend, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέξοδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, πολυδάπανος, περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυέξοδος, -ον, ΝΜΑ
1. πολυδάπανος, σπάταλος
2. αυτός για τον οποίο απαιτούνται πολλά έξοδα, πολλές δαπάνες, δαπανηρός («πολυέξοδη θεραπεία»)
μσν.
αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες.