φοβητικός
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ή, όν,
A fearful, timid, Arist.Pol.1342a12.
German (Pape)
[Seite 1294] 1) schreckend, furchtbar. – 2) furchtsam, Arist. pol. 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
φοβητικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς φόβον, δειλός, Ἀριστ Πολιτ. 8. 7, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
craintif, timide.
Étymologie: φοβέω.