διδράσκω
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
A run away, Hsch.: pf., δέδρᾱκα τοῦ καπηλείου Eun.Hist. p.255 D.: aor. imper. δράντων prob. l. in Tab.Defix.Aud.26 (Crete, iii B. C.); part. δράσαντα POxy.1423.6 (iv A. D.); but mostly found in compds., esp. ἀπο-.
Greek (Liddell-Scott)
διδράσκω: εὑρισκόμενον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, συναπο-, δια-, ἐκ-διδράσκω, πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἔχει «διδράσκων· φεύγων». (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΡΑ, ἐξ ἧς ἀποδρᾶναι, δρασμός, ἄδραστος, δρᾱπέτης· πρβλ. Σανσκρ. drâ, drâmi (fugio), ap- adram (ἀπέδραν)· τὰ δρᾰμεῖν, δρόμος, κτλ., παράγονται πιθανῶς ἐκ συγγενοῦς ῥίζης, Κούρτ. ἀρ. 275).
French (Bailly abrégé)
s’éloigner en courant.
Étymologie: DELG apparenté à δραμεῖν.