λιθώδης
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
ες,
A like stone, stony, γῆ Hdt.4.23; ὁδός X.Eq.4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA590b23; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.GA783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht.194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61. Adv. -δῶς, ὅσα (sc. ὕδατα) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16.
German (Pape)
[Seite 46] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon
Greek (Liddell-Scott)
λῐθώδης: -ες, ὡς τὸ λιθοειδής, ὅμοιος πρὸς λίθον, πλήρης λίθων, πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. κέαρ Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
pierreux.
Étymologie: λίθος, -ωδης.