ἴσαμι
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
A v. Εἴδω (B), and add: ἴσᾱμι Theoc.5.119; ἴσαις (2sg.) Id.14.34; ἴσᾱτι Id.15.146; ἴσᾰτε Periand. ap. D.L.1.99; ἴσαντι Theoc. 15.64; inf. γισάμεναι (i.e. ϝισ-) · εἰδέναι, Hsch.; Arc. ἰσάμεν (ισμεν lapis), IG5(2).357.12; 3pl. subj. ἴσαντι Schwyzer 190 (Cretan).
Greek (Liddell-Scott)
ἴσᾱμι: Δωρ. ἀντὶ ἴσημι, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἴσαμι (Α)
(δωρ. τ. του εἴδω αντί ἴσημι)
γνωρίζω («μάλα τοῡτο γ' ἴσαμι», Θεόκρ.).