λύται
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ῠ], οἱ,
A law-students who were in their fourth year of study, Just.Const.omnem 5; cf. προλύται.
German (Pape)
[Seite 73] οἱ, die jungen Rechtsgelehrten, welche ihren vierjährigen Cursus gemacht haben u. sich prüfen lassen konnten, Pand. Vgl. auch προλύται.
Greek (Liddell-Scott)
λύται: οἱ, σπουδασταὶ τῆς νομικῆς διανύοντες τὸ τέταρτον ἔτος τῶν σπουδῶν αὑτῶν· ὅσοι δὲ εἶχον ἔτι ἓν ἔτος νὰ διανύσωσιν ἐκαλοῦντο προλύται, Corp. J. Civ. σ. 59, πρβλ. Heinecc. Antt. Rom. praef. § 45.