δραπέτευσις
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰπέτευσις: -εως, ἡ, κρυφία φυγή, Νικήτ. Χρον. 70D.
German (Pape)
ἡ, das Entfliehen, Sp.