ἐγκαψικίδαλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (κίδαλον)
A onion-eating, Luc.Lex.10 (prob.f.l. for ἐγκαψιπήδαλος, cf. καψιπήδαλος).
German (Pape)
[Seite 707] (ἐγκάπτω), Zwiebeln schluckend, Luc. Lexiph. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαψικίδαλος: -ον, (κίδαλον) ὁ κρόμμυα κατατρώγων, «κρομμυδοχάφτης», Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμ. γρ. ἀντὶ ἐγκαψιπήδαλος, ἴδε καψιπήδαλος.