καταξενόω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

German (Pape)

[Seite 1367] gastlich aufnehmen, im pass., Aesch. Ch. 695.

Greek (Liddell-Scott)

καταξενόω: ὑποδέχομαι τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, γίνομαι δεκτὸς ὡς ξένος, φιλοξενοῦμαι, κατεξενωμένος Αἰσχύλ. Χο. 706.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. κατεξενωμένος;
recevoir comme un hôte.
Étymologie: κατά, ξενόω.