Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Full diacritics: θήνιον | Medium diacritics: θήνιον | Low diacritics: θήνιον | Capitals: ΘΗΝΙΟΝ |
Transliteration A: thḗnion | Transliteration B: thēnion | Transliteration C: thinion | Beta Code: qh/nion |
γάλα, Hsch.
θήνιον: «γάλα» Ἡσύχ.
θήνιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γάλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θη- (πρβλ. θήσθαι) + επίθημα -ν(-ο) (πρβλ. γαλαθη-νό-ς) + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσ-ιον, φυλλάδ-ιον)].