λυμαντήριος

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντήριος Medium diacritics: λυμαντήριος Low diacritics: λυμαντήριος Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: lymantḗrios Transliteration B: lymantērios Transliteration C: lymantirios Beta Code: lumanth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A injurious, destructive, δεσμά A.Pr.991: c. gen., destroying, ruining, γυναικὸς τῆσδε Id.Ag.1438; τῶνδε οἴκων Id.Ch.764.

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήριος: -α, -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, δεσμὰ λυμαντήρια Αἰσχύλ. Πρ. 991· μετὰ γεν., καταστρέφων, ἀφανίζων, γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1438· τῶνδε οἴκων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 764· - οὕτω λῡμαντής, οῦ, ὁ, γάμος λ. βίου Σοφ. Τρ. 793, - καὶ λῡμαντικός, ή, όν, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 20 μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 20.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
nuisible, funeste à ou pour, gén..
Étymologie: λυμαντήρ.