παυράς
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
English (LSJ)
άδος, poet. fem. of παῦρος, Nic. Th.210.
German (Pape)
[Seite 537] άδος, η, bes. poet. fem. zu παῦρος, Nic. Th. 210, Ggstz von δολιχή.
Greek (Liddell-Scott)
παυράς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ παῦρος, Νικ. Θηρ. 210.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(μτγν·) μικρή, λίγη, βραχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. του θηλ. του επίθ. παῦρος.