ὀρχάς

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχάς Medium diacritics: ὀρχάς Low diacritics: ορχάς Capitals: ΟΡΧΑΣ
Transliteration A: orchás Transliteration B: orchas Transliteration C: orchas Beta Code: o)rxa/s

English (LSJ)

(A), άδος, fem. Adj.

   A enclosing, στέγη S.Fr.812 ; ὀρχάς· περίβολος, αἱμασιά, Hsch.
ὀρχάς (B), άδος, ἡ, (ὄρχις) a kind of

   A olive, so called from its shape, Nic.Al.87, Virg.G.2.86 ; cf. ὄρχις 111.

German (Pape)

[Seite 389] άδος, ἡ, eine Olivenart, von der Gestalt der Hoden, ὄρχις, Hesych. άδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.; Soph. frg. 133 bei Phot. ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχάς: -άδος, θηλ. ἐπίθ. ἡ περικλείουσα, στέγη Σοφ. Ἀποσπ. 935· «ὀρχάς· περιβολάς, αἱμασιά» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. ῥάχος.

Greek Monolingual

(I)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς στέγη», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρχάς
περίβολος αἱμασιά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].———————— (II)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος ελιάς η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. κοτιν-άς)].