ἑξᾶς

From LSJ
Revision as of 12:30, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξᾶς Medium diacritics: ἑξᾶς Low diacritics: εξάς Capitals: ΕΞΑΣ
Transliteration A: hexâs Transliteration B: hexas Transliteration C: eksas Beta Code: e(ca=s

English (LSJ)

ᾶντος, ὁ, a coin, Lat.

   A sextans, as adopted by the Sicil. Greeks, Arist.Fr.510, cf. Hsch.; cf. ἑξάντιον.

German (Pape)

[Seite 873] ᾶντος, ὁ, der röm. sextans, Poll. 4, 174.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξᾶς: ᾶντος, ὁ, νόμισμά τι, τὸ Λατ. sextans, δεκτὸν γενόμενον παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἐπιχαρμ. 6 Ahr. - «ἐν δὲ Ἱμεραίων πολιτείᾳ φησὶν (ὁ Ἀριστοτέλης) ὡς οἱ Σικελιῶται τοὺς μὲν δύο χαλκοῦς ἑξᾶντα καλοῦσι, τὸν δὲ ἕνα οὐγκίαν» Πολυδ. Δ΄, 174 (Ἀριστ. Ἀποσπ. 467), ἴδε τὴν λέξιν λίτρα. Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 46.

Spanish (DGE)

-ᾶντος, ὁ
numism. sextante equiv. a la sexta parte de la libra itálica ὡς οἱ Σικελιῶται τοὺς μὲν δύο χαλκοῦς ἑξᾶντα καλοῦσι Arist.Fr.510, cf. Hsch.; cf. διζάς.