θυλακώδης
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ες,= θυλακοειδής, Thphr.HP3.7.3, Dsc.1.90, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.15.8.
German (Pape)
[Seite 1222] ες, = θυλακοειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκώδης: -ες, = θυλακοειδής, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 7, 3.
Greek Monolingual
θυλακώδης, -ες (Α) θύλακος
θυλακοειδής.