θεατρομανής

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

German (Pape)

[Seite 1190] ές, rasend für das Theater eingenommen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸ θέατρον, ὄχλος Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

-ές (Α θεατρομανής, -ές)
αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής. ερω-μανής, ζηλο-μανής].