ἀσυμφυής
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ές,
A not growing together, μόρια Placit.5.19.5; τῆ κτίσει Hsch.
German (Pape)
[Seite 380] ές, nicht zusammenpassend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμφυής: -ές, ὁ μὴ συμφυής, «ἀνοίκειος, ἀνόμοιος» (Σουΐδ.), Πλούτ. 2. 908D, Κλήμ. Ἀλ. 223.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne se combine pas avec, incompatible.
Étymologie: ἀ, συμφυής.