δέξις
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reception, E.IA1182. II δεξίς, part of the liver observed in divination, Hsch.
German (Pape)
[Seite 547] ἡ, die Aufnahme, Eur. I. A. 1182 δέξιν δέχεσθαί τινα.
Greek (Liddell-Scott)
δέξις: -εως, ἡ, τὸ δέχεσθαι, δέξιμον, ὑποδοχή, Ψευδευριπ. Ι. Α. 1182· πρβλ. δοχή.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de recevoir.
Étymologie: δέχομαι.