σκέραφος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

German (Pape)

[Seite 893] τό, att. σχέραφος, auch κέραφος, Hesych., kommt nur bei Gramm. vor, die es λοιδορία, βλασφημία erklären. Man vergleiche σκέρβολος.

Greek (Liddell-Scott)

σκέρᾰφος: ἢ σχέραφος, τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., ὅστις ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «λοιδορία, κακολογία, βλασφημία», κτλ.

Greek Monolingual

και σχέραφος Α
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα -α-φος, πρβλ. κρότ-α-φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ- (βλ. και λ. σκερβόλλω)].