νάρκαφθον

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάρκαφθον Medium diacritics: νάρκαφθον Low diacritics: νάρκαφθον Capitals: ΝΑΡΚΑΦΘΟΝ
Transliteration A: nárkaphthon Transliteration B: narkaphthon Transliteration C: narkafthon Beta Code: na/rkafqon

English (LSJ)

or νάσκαφθον, τό,

   A a fragrant Indianbark, used as a spice, etc. (perh. the same as λάκαφθον), Dsc.1.23:—written ναόκαφθον and νάκαφθον in most codd. of Paul.Aeg.7.3; νάκαφθον in one cod. of Id.7.22.4 (v.l. λάκαφθον).

German (Pape)

[Seite 229] τό, od. νάσκαφθον, Rinde eines indischen Strauches, zu Gewürz u. Räucherwerk gebraucht, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

νάρκαφθον: ἢ νάσκαφθον, τό, Ἰνδικός τις φλοιὸς ἐν χρήσει ὡς ἄρωμα, κτλ., ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ λάκαφθον, Διοσκ. 1. 22, Παῦλ. Αἰγ. 7, σ. 248.

Greek Monolingual

νάρκαφθον και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α)
ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον του Διοσκορίδη.