νάρκαφθον
From LSJ
English (LSJ)
or νάσκαφθον, τό,
A a fragrant Indianbark, used as a spice, etc. (perh. the same as λάκαφθον), Dsc.1.23:—written ναόκαφθον and νάκαφθον in most codd. of Paul.Aeg.7.3; νάκαφθον in one cod. of Id.7.22.4 (v.l. λάκαφθον).
German (Pape)
[Seite 229] τό, od. νάσκαφθον, Rinde eines indischen Strauches, zu Gewürz u. Räucherwerk gebraucht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
νάρκαφθον: ἢ νάσκαφθον, τό, Ἰνδικός τις φλοιὸς ἐν χρήσει ὡς ἄρωμα, κτλ., ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ λάκαφθον, Διοσκ. 1. 22, Παῦλ. Αἰγ. 7, σ. 248.
Greek Monolingual
νάρκαφθον και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α)
ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον του Διοσκορίδη.