ἀνασκοπή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A consideration, Timo 61.
German (Pape)
[Seite 207] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκοπή: ἡ, ἐξέτασις, ἔρευνα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
consideración, atención γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' ἀνάθρησις Timo 61.