διδακτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A apt at teaching, Ph.2.412, 1 Ep.Ti.3.2, 2 Ep.Ti.2.24.
German (Pape)
[Seite 615] unterrichtend, belehrend, Philo., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδακτικός: -ή, -όν, ἱκανός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διδάσκειν, Φίλων 2. 412, Κ. Δ. 1 Τιμ. 3. 2., 2 Τιμ. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à instruire, didactique.
Étymologie: διδάσκω.