θαυματολογία
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, = τερατολογία, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτολογία: ἡ, θαυμαστὸς λόγος, τερατολογία, Συνέσ. 44Α.
Greek Monolingual
θαυματολογία, ἡ (Α) θαυματολόγος
1. θαυμαστός λόγος, τερατολογία
2. συλλογή θαυμάτων.