Δανάη
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ,
A = δάφνη, Ps.-Dsc.4.145.
Greek (Liddell-Scott)
Δανάη: ἡ, μυθολ. ὄνομα τῆς Ξηρᾶς Γῆς (ἴδε δανός), ταύτης δὲ ἡ ἕνωσις μετὰ τοῦ γονιμοποιοῦντος ἀέρος παρίσταται ἐν τῷ μύθῳ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δανάης, Ο. Μύλλερος Μυθ. σ. 252.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Danaè :
1 fille d’Akrisios, mère de Persée;
2 autres.