σκορπιανός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιᾱνός Medium diacritics: σκορπιανός Low diacritics: σκορπιανός Capitals: ΣΚΟΡΠΙΑΝΟΣ
Transliteration A: skorpianós Transliteration B: skorpianos Transliteration C: skorpianos Beta Code: skorpiano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A born under or belonging to Scorpio, οἱ σ. Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.112; σ. κλίμα Harp. Astr.ib.8(3).138.

German (Pape)

[Seite 904] im Zeichen des Skorpions geboren.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιανός: -ή, -όν, ὁ γεννηθεὶς ὑπὸ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Σκορπίου, Βασίλ.· πρβλ. κριανός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αστρολ. γεννημένος στον αστερισμό του Σκορπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός «αστερισμός» + επίθημα -ιανός (πρβλ. ταυρ-ιανός)].