εὐδεινός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ή, όν, later contr. of εὐδιεινός, Orph.H.22.5 codd.: Comp. -ότερος An.Ox.2.207; also εὐδινή (v.l. -διεινή) Str.6.3.9, cf. OGI 194.22 (Egypt, i B.C.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1061] Opp. H. 21, 5, l. d. S. εὐδιεινός.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδεινός: -ή, -όν, = εὐδιεινός, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 207, ἐν τῷ Συγκρ. -ότερος, ἐντεῦθεν πιθανῶς, εὐδεινοὺς λιμένας ἐπανορθωτέον ἀντὶ εὐδινοὺς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 22, καὶ εὐδεινότατος ἀντὶ εὐδινώτατος ἐν Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 7, περὶ τῶν ἐν Παλ. Μαρτυρ. 9.
Greek Monolingual
εὐδεινὸς και εὐδινός, -ή, -όν (Α)
βλ. ευδιεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδιεινός με συγκοπή του ι].