ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Full diacritics: ὠρυτός | Medium diacritics: ὠρυτός | Low diacritics: ωρυτός | Capitals: ΩΡΥΤΟΣ |
Transliteration A: ōrytós | Transliteration B: ōrytos | Transliteration C: orytos | Beta Code: w)ruto/s |
ὁ,
A a howling, Theognost.Can.76.
ὠρυτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.
-ή, -όν, Μ ὠρύομαι
αυτός τον οποίο θρήνησε κανείς ωρυόμενος.