πλυντήρ

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλυντήρ: ῆρος, ὁ, (πλύνω) σκεῦος χρησιμεῦον πρὸς πλύσιν, πρβλ. πλυνός, μεταγεν.

Greek Monolingual

και πλυτήρ -ῆρος, ὁ, Α
σκεύος, δοχείο χρησιμοποιούμενο στο πλύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. υγραν-τήρ)].