λημότης
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Full diacritics: λημότης | Medium diacritics: λημότης | Low diacritics: λημότης | Capitals: ΛΗΜΟΤΗΣ |
Transliteration A: lēmótēs | Transliteration B: lēmotēs | Transliteration C: limotis | Beta Code: lhmo/ths |
ητος, ἡ, (λήμη)
A soreness of eyes, Sch.Ar.Nu.326.
[Seite 39] ητος, ἡ, das Triefen der Augen, lippitudo, Schol. Ar. Nubb. 326.
λημότης: -ητος, ἡ, πόνος τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμία, Λατ. lippitudo, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 326.
λημότης, -ητος, ἡ (Α) λήμη
πόνος ή ερεθισμός τών ματιών.