παραθήγω

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθήγω Medium diacritics: παραθήγω Low diacritics: παραθήγω Capitals: ΠΑΡΑΘΗΓΩ
Transliteration A: parathḗgō Transliteration B: parathēgō Transliteration C: parathigo Beta Code: paraqh/gw

English (LSJ)

   A whet, sharpen upon, ἐγχειριδίου . . ἀκόνῃ . . παραθηγομένου Hermipp.46 (anap.).    2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57; παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.

German (Pape)

[Seite 479] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραθήγω: μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, ὀξύνω, ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., ἐξερεθίζω, διεγείρω, τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.

French (Bailly abrégé)

aiguiser ; fig. exciter.
Étymologie: παρά, θήγω.