ἱμαντελικτής

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντελικτής Medium diacritics: ἱμαντελικτής Low diacritics: ιμαντελικτής Capitals: ΙΜΑΝΤΕΛΙΚΤΗΣ
Transliteration A: himanteliktḗs Transliteration B: himanteliktēs Transliteration C: imanteliktis Beta Code: i(mantelikth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (ἑλίσσω)

   A pricker of tapes (cf. foreg.): metaph., 'thimble-rigger', of sophists, Democr.150.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντελικτής: ὁ, (ἑλίσσω) ὁ συστρέφων σχοινία· μεταφ., δύσκολος σοφιστὴς ἀκανθώδη προβάλλων ζητήματα, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 614Ε· ἡ ὀνομαστ. ἱμαντελικτέες ἐν Κλήμ. Ἀλ. 328, πιθανῶς προέκυψεν ἐκ παρανοήσεως τῆς Ἰων. γεν. πληθ. -εων παρὰ Δημοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enroule des cordes, càd qui fait des raisonnements embrouillés.
Étymologie: ἱμάς, ἑλίσσω.