καθαγιασμός

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek (Liddell-Scott)

καθᾰγιασμός: ὁ, καθιέρωσις· - ἐπικήδειοι τελεταί, Λατ. parentalia, Λουκ. περὶ Πένθους 19.

Greek Monolingual

ο
1. καθαγίασηκαθαγιασμός τών υδάτων»)
2. φρ. «καθαγιασμός δώρων» — η μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του Κυρίου, που τελείται κατά το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς].